- στραγγεύω
- μέσ. και δ. γρφ. στραγεύομαι, Α1. αργοπορώ, χρονοτριβώ2. φρ. «στραγγευομένη κάθαρσις» — αργή κένωση τών εντέρων (Ορειβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < στράγξ, -γγός (για τη σημ. του ρ. βλ. λ. στράγξ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στράγγευμα — τὸ, Α [στραγγεύω] (αμφβλ. ανάγν.) καθυστέρηση, αναβολή … Dictionary of Greek
στράγξ — αγγός, ἡ, Α σταγόνα, σταλαγματιά («ὁ διὰ λεπτοτάτης ὀπῆς κατιὼν σταλαγμός», Σχόλ. Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στράγξ, γγός (πρβλ. λύγξ, στρίγξ) ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *streng «σφίγγω, συμπιέζω, συγκεντρώνω» και συνδέεται με… … Dictionary of Greek
στραγγεία — ἡ, Α [στραγγεύω] δισταγμός, επιφυλακτικότητα … Dictionary of Greek
στραγεύομαι — Α βλ. στραγγεύω … Dictionary of Greek